«Δὲν μπορῶ νὰ πῶ πὼς ὁ Ντοστογιέφσκι ἦταν καλὸς ἤ εὐτυχισμένος ἄνθρωπος… Ἦταν κακός, διεφθαρμένος καὶ γεμάτος ζήλεια. Ὅλη του τὴ ζωὴ ἦταν θύμα τοῦ πάθους, ποὺ θὰ τὸν εἶχε κάνει γελοῖο καὶ δυστυχισμένο, ἂν ἦταν λιγότερο ἔξυπνος καὶ λιγότερο κακός. Στὴν Ἐλβετία, μπροστὰ στὰ μάτια μου, φέρθηκε τόσο ἄσχημα στὸν ὑπηρέτη του, ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἐπαναστάτησε καὶ τοῦ εἶπε: «μὰ κι ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος». Θυμᾶμαι πόση ἐντύπωση μοῦ ἔκαναν αὐτὰ τὰ λόγια… Εἰπωμένα σὲ κάποιον ποὺ πάντα δίδασκε τὸ αἴσθημα τῆς ἀνθρωπιᾶς στὴν ὑπόλοιπη ἀνθρωπότητα».
Τὰ λόγια αὐτὰ ἀνήκουν στὸν Στράχοβ, ἕναν ἄνθρωπο ποὺ γνώριζε καλὰ τὸν Ντοστογιέφσκι (βλέπε Gerarld Abraham, Dostoyevski) στηρίζονται ὅμως σὲ μία παρεξήγηση: ὁ Ντοστογιέφσκι ποτὲ δὲν θέλησε νὰ διδάξει στὴν ἀνθρωπότητα τὴν καλοσύνη καὶ τὴν ἀνθρωπιά. Ὁ
Ό Ντοστογιέφσκι δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ἠθικολόγος, ἀντίθετα, θὰ μπορούσαμε νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι συνειδητὰ καὶ συστηματικὰ σὲ ὅλο του τὸ ἔργο δὲν ἔκανε τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ μάχεται τὴν Ἠθικὴ σὲ βαθμὸ προκλητικό. Ἀλλὰ ἂς μὴ σπεύσουμε νὰ συμπεράνουμε ἀπὸ αὐτὸ ὅτι ὁ Ντοστογιέφσκι ἦταν κήρυκας τοῦ ἀμοραλισμοῦ. Ὁ
Ό Ντοστογιέφσκι εἶχε τὸ πάθος τῆς ἀλήθειας. Εἶχε τὴ δύναμη νὰ διεισδύσει στὴν ἀνθρώπινη συμπεριφορὰ καὶ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει μὲ τὸν πιὸ δραματικὸ καὶ συγχρόνως πειστικὸ τρόπο ὅτι αὐτὸ ποὺ ἡ Ἠθική μᾶς παρουσιάζει σὰν «ἠθικὸ» δὲν εἶναι ποτὲ ἀμιγῶς «καλό», καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαλείψει τὸ κακὸ μὲ τὴν Ἠθική, ἀφοῦ κανένας ἀπολύτως δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀμιγῶς καλός. Ἐπιπλέον, σὲ ὅλο του τὸ ἔργο δὲν ἔπαυσε νὰ διακηρύττει ὅτι αὐτὸ ποὺ μετράει στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη καὶ συμπεριφορὰ δὲν εἶναι ἡ ἠθική, ἀλλὰ ἡ ἐλευθερία, καὶ πὼς μόνον ὅ,τι εἶναι ἐλεύθερο εἶναι ἀληθινὰ καλό. Αὐτὸ ποὺ θέλει νὰ πεῖ στοὺς ἀνθρώπους ὁ Ντοστογιέφσκι εἶναι ὅτι ἡ διάκριση τῶν ἀνθρώπων σὲ «καλοὺς» καὶ «κακοὺς» εἶναι βασισμένη σὲ ἕνα ψέμα καὶ ὅτι ὁ μόνος τρόπος νὰ νικηθεῖ τὸ κακὸ εἶναι νὰ τὸ πάρει κανεὶς ἐλεύθερα ἐπάνω του. Ὁ
Ό Ντοστογιέφσκι δὲν εἶναι ἀμοραλιστής, ἀφοῦ δὲν παύει νὰ περιγράφει τὸ κακὸ ὡς τραγικότητα καὶ συμφορὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ὅμως ἀντιμοραλιστής, διότι πιστεύει βαθιὰ ὅτι ἡ Ἠθικὴ δὲν μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει ποτὲ στὴ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ κακό.
Ό Ντοστογιέφσκι μάχεται τὴν ἠθικὴ γιὰ ἕνα καὶ μόνο λόγο: διότι, ὅπως καὶ ἡ λογική, στερεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ πιὸ σημαντικὸ χαρακτηριστικό του, χάρη στὸ ὁποῖο διαφέρει ἀπὸ τὰ ζῶα, δηλαδὴ τὴν ἐλευθερία. Αὐτὴ εἶναι ἡ «εἰκόνα τοῦ Θεοῦ» στὸν ἄνθρωπο καὶ ἡ εἰκόνα αὐτὴ μὲ τίποτε δὲν ἐξαλείφεται. Ό ἄνθρωπος πάντοτε θὰ ἐπιζητεῖ τὴν ἐλευθερία, ὅσες εὐεργεσίες καὶ ἂν τοῦ προσφέρει ἡ λογικὴ καὶ ἡ ἠθική.
Ἡ ἐλευθερία δὲν εἶναι γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι αὐτὸ ποὺ στὴ δυτικὴ φιλοσοφία ἐπικράτησε νὰ λέγεται ἐπιλογὴ μεταξύ του καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Μία τέτοια ἐπιλογὴ εἶναι γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι γελοία, διότι τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ εἶναι ἀνάμεικτα στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Ἡ ἐλευθερία εἶναι κάτι ὀντολογικό, εἶναι ἡ ἀπόρριψη ἢ ἀποδοχὴ τῆς ἴδιας της ὕπαρξής μας.
Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος, ἀσκώντας τὴν ἐλευθερία του, ἀπορρίψει τὴν ὕπαρξη, δὲν ἔχει ἄλλη ἐπιλογὴ ἀπὸ τὴν αὐτοκτονία. Ἄν, ἀντιθέτως, ἀποδεχτεῖ τὴν ὕπαρξη, τότε δὲν ἔχει ἄλλη ἐπιλογὴ ἀπὸ τὸ νὰ τὴν ἀποδεχτεῖ ὅπως ἀληθινὰ εἶναι, δηλαδὴ ὡς (παράλογη) ὀδύνη, ὡς Σταυρό. Αὐτὸ ἀκριβῶς συνέβη στὴν Ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου.
Ἡ ἀποδοχὴ τοῦ Σταυροῦ σημαίνει ταύτιση μὲ ὅλους τοὺς πάσχοντας, ἀνάληψη εὐθύνης γιὰ ὅλο τὸν πόνο τῆς κτίσεως, ταύτιση μέχρι θανάτου. Μόνον ἔτσι ἐπέρχεται ἡ λύτρωση ἀπὸ τὸ κακό, ὄχι μὲ τὴν ἠθικὴ καὶ τὴ λογική, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀγάπη ποὺ αὐτοθυσιάζεται.
Δὲν πρόκειται περὶ μαζοχισμοῦ, διότι δὲν πρόκειται γιὰ αὐτοϊκανοποίηση τοῦ θυσιασμένου. Πρόκειται γιὰ τὴν διαπίστωση ὅτι ὁ μόνος δρόμος γιὰ νὰ νικηθεῖ τὸ κακὸ καὶ ὁ ἴδιος ὁ θάνατος εἶναι νὰ τὰ ὑποστεῖ κανεὶς ἑκούσια, καὶ τοῦτο πρὸς χάρη τῶν ἄλλων.
Ἔτσι ὁ Ντοστογιέφσκι, ἀσφαλῶς ὄχι τυχαία, ἐπιλέγει ὡς προμετωπίδα τοῦ μεγάλου ἔργου του τὸ εὐαγγελικὸ ρητό: «ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, καρπὸν πολὺν φέρει». Ό Σταυρὸς δὲν εἶναι αὐτοσκοπός. Τελικὸς σκοπὸς εἶναι ἡ ἀνάσταση. Ἀλλὰ δὲν φθάνει κανεὶς ἐκεῖ παρὰ περνώντας ἀπὸ τὸ Σταυρό.
Ό Ντοστογιέφσκι ἀσκεῖ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὴν πιὸ βαθιὰ καὶ πειστικὴ κριτικὴ στὴ δυτικὴ παράδοση, ποὺ πίστεψε ὅτι μὲ τὸν ὀρθὸ λόγο, τὴν ὀρθὴ πράξη (ἠθικὴ) καὶ τὴν ἀποτελεσματικὴ ὀργάνωση τοῦ κόσμου θὰ ἐξαλείψει τὸ κακό.
Όλόκληρος ὁ 20ος αἰώνας μὲ τοὺς πολέμους καὶ τὴ φρίκη τῆς ἀπανθρωπιᾶς του ἀπέδειξε πόσο δίκαιο εἶχε ὁ Ντοστογιέφσκι στὴν κριτικὴ αὐτή.
Τὸ μήνυμά του ὑπῆρξε προφητικὸ καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι τέτοιο. Ό Ντοστογιέφσκι εἶναι, πάνω ἀπὸ ὅλα, θεολόγος. Ἀντλεῖ ἀπὸ τὴ μοναστική, κυρίως, παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἀλλὰ καὶ ἀποπνέει τὸ ἄρωμα τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας. Ἀλλά, ἂς τὸ ὁμολογήσουμε μὲ λύπη, ἡ σύγχρονη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας καὶ ἡ θεολογία της δείχνουν νὰ προτιμοῦν συχνὰ τὴ λογικὴ καὶ ἠθική τοῦ Μεγάλου Ἱεροεξεταστῆ.
— Ἰωάννης Ζηζιούλας, Μητροπολίτης Περγάμου